отплевываться - translation to γαλλικά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

отплевываться - translation to γαλλικά


отплевываться      
разг.
1) cracher
2) ( от отвращения ) cracher de dégoût

Ορισμός

ОТПЛЕВЫВАТЬСЯ
делать плевки, чтобы избавиться от чего-нибудь неприятного во рту.
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για отплевываться
1. Какой-то тихой сапой она все-таки проникает - приходится отплевываться.
2. Пусть погонят "новую волну" (кто-то в ней захлебнется, кто-то будет, чертыхаясь, отплевываться). Ничего.
3. Данилко оказался не брезгливым, а вот примат вдруг принялся рьяно отплевываться.
4. Потрепало ее серьезно: пришлось выколоть глаз насильнику, выучиться ругаться словно портовая шлюха, отплевываться кровью, получив заточкой под ребра.
5. "Спасибо, все было вкусно и полезно!" - заявил после своего выступления находчивый Брагин и под общий хохот присутствующих побежал в коридор отплевываться от "снега", забившего рот.